ΤΣΑΪ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ

2013-01-26 14:10

Το άρθρο έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί ιατρική συμβουλή. Για κάθε ιατρικό θέμα που αφορά την υγεία σας, ο μόνος αρμόδιος  για να σας συμβουλεύσει είναι ο προσωπικός σας ιατρός.

 

το Ελληνικό τσάι του βουνού δρα κατά του Αλτσχάιμερ

 

ΠΗΓΗ    https://www.ftiaxno.gr

https://www.ftiaxno.gr

 

Το Ελληνικό τσάι του βουνού δρα κατά του Αλτσχάιμερ

 
«Το ανώτερο τσάι προέρχεται από τα ψηλά βουνά», έλεγε μια αρχαία κινεζική παροιμία.«Τα ελληνικά βουνά» προσθέτουν σήμερα Γερμανοί επιστήμονες. Πληθαίνουν  τα δημοσιεύματα για τις θαυματουργές ιδιότητες του ελληνικού τσαγιού του βουνού στη μάχη για την καταπολέμηση της νόσου Aλτσχάιμερ, η οποία οδηγεί στον εκφυλισμό των εγκεφαλικών κυττάρων. Από τη νόσο πάσχουν 800.000 άτομα στη Γερμανία και περίπου 30 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο.
Τα μελλοντικά, δε, σενάρια ηχούν ακόμα πιο εφιαλτικά, καθώς αυξάνουν τους δυνητικούς ασθενείς το 2050 σε περισσότερους από 110 εκατομμύρια παγκοσμίως.
 
Μεταξύ 150 φυτών
 «Εδώ και επτά χρόνια είχαμε πειραματιστεί με 150 φυτά και βότανα από όλο τον κόσμο, την Κίνα, την Ταϊλάνδη, την Ινδονησία» διηγείται στην «Κ» ο καθηγητής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Magdeburg και διευθυντής του ομώνυμου Ερευνητικού Κέντρου για Νευρολογικές Ασθένειες, Jens Pahnke. Η εικοσαμελής επιστημονική ομάδα ανέλυε τα συστατικά των φυτών και τα δοκίμαζε σε πειραματόζωα, χωρίς ωστόσο σημαντική ωφέλεια.
«Από έρευνά μας στο Ιντερνετ, μάθαμε για τις ιδιότητες του ελληνικού βοτάνου και αποφασίσαμε να το παραγγείλουμε το 2010», θυμάται ο Γερμανός καθηγητής. «Είχαμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα!» περιγράφει ο ίδιος. Συγκεκριμένα, όταν αυτό δίδεται σε ποντίκια για 25 μέρες περιορίζει τη βλάβη του εγκεφάλου σε ποσοστό περίπου 80%. Το επόμενο «καλύτερο» αποτέλεσμα είχε το συστατικό Τhiethylperazin, που όμως φτάνει το 70%. Ο 38χρονος καθηγητής, που κουράρει 1.500 ασθενείς από όλο τον κόσμο ετησίως, δοκίμασε τις ιδιότητες του τσαγιού του βουνού και στους ανθρώπους. «Πίνοντας καθημερινά τσάι για έξι μήνες, η ασθένεια υπαναχωρεί στο επίπεδο που ήταν εννέα μήνες νωρίτερα και μετά από αυτό σταθεροποιείται σημαντικά», εξηγεί. «Είχα ασθενή, που είχε πρόβλημα μνήμης και προσανατολισμού και είχε φτάσει σε σημείο που δεν μπορούσε ούτε στην τουαλέτα να πάει μόνος τους» διηγείται. «Του χορήγησα τσάι για δύο μήνες και τώρα έχει βελτιωθεί σε τέτοιο βαθμό που ετοιμάζεται να πάει διακοπές με έναν φίλο τους στις Αλπεις», τονίζει.
Προς το παρόν, ο γιατρός συνιστά να πίνουμε πολλά φλιτζάνια κρύο ή ζεστό τσάι την ημέρα. Είναι, άλλωστε, κοινός τόπος ότι όσο νωρίτερα λαμβάνει κανείς προληπτικά μέτρα για το Aλτσχάιμερ τόσο καλύτερα. «Συνήθως, φτάνει κανείς στο σημείο να μη θυμάται πώς να γυρίσει σπίτι του για να συνειδητοποιήσει ότι κάτι… “τρέχει” και να μας επισκεφθεί», επισημαίνει ο Γερμανός γιατρός «αν, όμως, είχε υποβληθεί νωρίτερα σε κάποιο σχετικό τεστ, θα είχε καλύτερη εξέλιξη η αρρώστια». Τα επόμενα δύο χρόνια η επιστημονική ομάδα του Magdeburg φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα φάρμακο από το ελληνικό τσάι (πρόκειται συγκεκριμένα για την ποικιλία “sideritis scardica” που ενδημεί κυρίως στη Μακεδονία) σε μορφή χαπιού. Τα οφέλη θα είναι πολλά, «θα είναι συμπυκνωμένο, οπότε η δράση του θα είναι ακόμα πιο αποτελεσματική, ενώ ως χάπι θα είναι πιο εύχρηστο».

Μεγάλες ποσότητες
Φυσικά, για να ολοκληρωθεί η διαδικασία απαιτούνται πολύ μεγάλες ποσότητες. «Παραγγέλνουμε τόνους για να εξυπηρετήσουμε όλους τους ασθενείς», τονίζει. Ωστόσο, ο καθηγητής δε μας κρύβει ότι «έχουμε ξεκινήσει να καλλιεργούμε τσάι σε κάποιες εκτάσεις στη Βουλγαρία, που συγγενεύουν κλιματολογικά και εδαφολογικά με τα βουνά της Μακεδονίας». Και στην εύλογη απορία μας, απαντά: «Δεν είχαμε πια την οικονομική δυνατότητα να εισάγουμε από την Ελλάδα. Από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό το έντονο ενδιαφέρον μας, η τιμή του προϊόντος αυξήθηκε 600%».

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΤΣΑΪ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ
Διπλάσια η απόδοση για βιολογική καλλιέργεια

Με τη στρεμματική απόδοση στο τσάι του βουνού να είναι διπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να φθάσουν τα 800 ευρώ.

Το φυτό ευδοκιμεί σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες, προτιμά τα πετρώδη ασβεστολιθικά εδάφη αλλά αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών. Εχει ελάχιστες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία, και αντοχή στην έλλειψη νερού. Το φυτό είναι ανθεκτικό σε εχθρούς και ασθένειες όταν καλλιεργείται σε υψόμετρο άνω των 800 μέτρων.

Το τσάι του βουνού ή σιδερίτης είναι φυτό ποώδες, πολυετές και αυτοφυές των ορεινών περιοχών της χώρας μας. Με το όνομα τσάι του βουνού αναφέρονται διάφορα είδη του γένους Sideritis ssp. της οικογένειας Lamiaceae. Τα πιο σημαντικά είδη σιδερίτη που βρέθηκαν στην Ελλάδα είναι: Sideritis athoa (τσάι Αθω), Sideritis euboea (τσάι Ευβοίας), Sideritis scardiaca (τσάι Ολύμπου), Sideritis raeseri (τσάι Παρνασσού), Sideritis clandestina (τσάι Ταϋγέτου).

Η συγκομιδή γίνεται συνήθως τον Ιούλιο, όταν τα φυτά βρίσκονται σε πλήρη άνθιση και τα ανθοφόρα στελέχη αρχίζουν να ξυλοποιούνται, οπότε η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο είναι μεγαλύτερη. Κόβεται ολόκληρη η ταξιανθία και μέρος του βλαστού, μήκους 5-6 εκ. με μαχαίρι ή δρεπάνι. Στη συνέχεια μεταφέρονται για ξήρανση σε υπόστεγα ώσπου να αποκτήσουν το επιθυμητό πρασινοκίτρινο χρώμα. Η διάρκεια παραγωγικής ζωής της φυτείας είναι 5-8 χρόνια, με την απόδοση τον 3ο-4ο χρόνο να φτάνει τα 100 κιλά ανά στρέμμα.

Ιδιότητες - Χρήσεις
Χρησιμοποιείται με τη μορφή αφεψήματος, που παράγεται με την προσθήκη μικρής ποσότητας ξηρής δρόγης σε νερό που βράζει. Το ρόφημα πλούσιο σε σίδηρο, τονωτικό, αποχρεμπτικό, με αντιθρομβωτική, αντιυπερτασική και αντιοξειδωτική δράση, καταναλώνεται κυρίως τη χειμερινή περίοδο για την αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος. Επίσης, θεωρείται σημαντικό μελισσοτροφικό φυτό.

 

ΠΗΓΗ  epityxiacom.blogspot.gr/2011/07/3_4700.html

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τσάι του βουνού

  • Με το όνομα τσάι του βουνού ή σιδερίτης στην Κρήτη το λένε μαλοτήρα, αναφέρονται διάφορα είδη του γένους Sideritis, πολλά από τα οποία είναι ενδημικά, αυτοφυή στα βουνά της χώρας μας σε υψόμετρο άνω των 1000 μέτρων και μόνον περιστασιακά χαμηλότερα.

  • Οι κυριότερες μορφολογικές διαφορές τους συνίστανται στην απόχρωση και το σχήμα των φύλλων, ιδιαίτερα των βράκτιων, στο χνούδι των φύλλων, στο μέγεθος και το χνούδι του κάλυκα και στο μήκος των μεσογονατίων διαστημάτων των ανθοφόρων στελεχών που καθορίζει τη συνεκτικότητα της ταξιανθίας.

  • Πολλαπλασιάζονται με σπόρο και καλλιεργούνται σχετικά εύκολα, αλλά όσο κατεβαίνουμε υψομετρικά, τόσο τα προβλήματα μεγαλώνουν κυρίως από ζιζάνια αλλά και από εχθρούς (έντομα, αφίδες). Το τσάι του βουνού καλλιεργείται για τα ανθοφόρα στελέχη του. Καταλληλότερη εποχή συγκομιδής είναι το στάδιο της πλήρους άνθησης και όταν τα ανθοφόρα στελέχη αρχίζουν να ξυλοποιούνται.

  • Μετά τη συγκομιδή τα ανθοφόρα στελέχη πρέπει να ξηραίνονται υπό σκιά ή σε ξηραντήρια. Δείκτης καλής ξήρανσης είναι το δυνατό - ευχάριστο άρωμα και το πρασινοκίτρινο χρώμα. Το κίτρινο χρώμα είναι δείκτης κακής ξήρανσης. Η συνήθης απόδοση σε ξηρά ματσάκια ανθοφόρων στελεχών είναι 100-150 κιλά/στρ.

  • -------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΣΑΙ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ 

    ΤΟ ΓΕΝΟΣ SIDERITIS L

     

    Το  γένος Sideritis L. περιλαμβάνει μια πληθώρα φυτικών ειδών αποτελούμενων από ποώδη ετήσια, ποώδη πολυετή (εικ.1), καθώς και μικρούς θάμνους. Πρόκειται για αρωματικά – φαρμακευτικά φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των Χειλανθών (Lamiaceae). Τα περισσότερα  είδη του γένους Sideritis αποτελούνται από πολυετή ποώδη φυτά, τα οποία αυτοφύονται σε χώρες της Μεσογείου, ενώ πολλά είδη του γένους αυτού υπάρχουν και στην Ασία. Στην περιοχή της Μεσογείου, όπου φαίνεται να είναι και το κέντρο καταγωγής του φυτού, έχουν καταγραφεί πάνω από 100 διαφορετικά είδη του γένους Sideritis. Η μεγαλύτερη ποικιλία ειδών συναντάται στην Ιβηρική Χερσόνησο, με 45 τουλάχιστον  είδη τα περισσότερα των οποίων είναι ενδημικά, ενώ 14 από αυτά απειλούνται σήμερα με εξαφάνιση.  Χώρες πλούσιες σε πληθυσμούς και ποικιλία ειδών είναι επίσης η Ελλάδα, η Ιταλία και χώρες των ακτών της βόρειας Αφρικής. Σε όλες σχεδόν τις Μεσογειακές χώρες είδη του γένους αυτού είναι γνωστά, σε τοπική κλίμακα, ως βότανα για διάφορες χρήσεις. Όμως χρήση για την παρασκευή τσαγιού γίνεται μόνο στην Ισπανία  και κυρίως στην Ελλάδα, όπου έχουμε και τη μεγαλύτερη κατανάλωση. Το παρασκευαζόμενο αφέψημα με το όνομα «Τσάι του Βουνού» παρουσιάζει πολλές ευεργετικές ιδιότητες, οι οποίες οφείλονται στα συστατικά του αιθέριου ελαίου του, όπως για παράδειγμα στα φλαβονοειδή.   Το αφέψημα από το φυτό προτιμάται πολύ από τους Έλληνες, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, λόγω της ευεργετικής του επίδρασης σε κρυολογήματα και φλεγμονές του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, ιδιότητες που ενισχύονται με την προσθήκη μελιού. Οι ευεργετικές επιδράσεις οφείλονται στην  αντιφλεγμονώδη, βακτηριοστατική και αντιοξειδωτική δράση του. Ακόμη θεωρείται ευστόμαχο, εφιδρωτικό, τονωτικό, αντιερεθιστικό και αντιαναιμικό διότι περιέχει Fe (Floca et al 1981).  Οργανοληπτικά το ρόφημα είναι πολύ εύγευστο και αρωματικό, ενώ μπορεί να καταναλωθεί ζεστό ή κρύο, με ζάχαρη, μέλι ή και σκέτο. Μέχρι τώρα καλλιέργεια ειδών του φυτού, γίνεται μόνο στην Ελλάδα. Το μέρος του φυτού που συλλέγεται είναι η ταξιανθία σε πλήρη άνθηση μαζί με 5-6 cm βλαστού. Οι ανθοφόροι βλαστοί ξηραίνονται ώστε να μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.

        φωτ. 1   Χαρακτηριστικό αυτοφυές φυτό Τσαγιού (Sideritis raeseri) σε υψόμετρο

                            άνω των 1000m στο όρος Όρθρυς

                Δυστυχώς δεν έχουν γίνει συστηματικές προσπάθειες προώθησης σε χώρες της Ευρώπης, όπου η κατανάλωση αφεψημάτων είναι αρκετά μεγάλη. 

          Από τα 17 περίπου είδη που αυτοφύονται στην Ελλάδα, ιδιαίτερα γνωστά και με μεγάλη εξάπλωση είναι τα παρακάτω (Γκόλιαρης 1984):

    1.      Sideritis athoa: (Papan. & Kokkini) Κοινώς λέγεται τσάι βλάχικο, και στο Άγιο Όρος μπεττόνικα. Είναι πολυετής πόα ύψους μέχρι 40 εκ., όπου καλύπτεται ολόκληρο με μικρές αδενώδεις τρίχες. Ο βλαστός είναι όρθιος απλός ή διακλαδισμένος και ξυλώδης στη βάση του. Αυτοφύεται στον Άθω, στην Πίνδο και στην Σαμοθράκη.

    2.      Sideritis clandestina: (Chaub. & Bozy) Κοινώς λέγεται τσάι του Μαλεβού ή τσάι του Ταϋγέτου. Είναι πολυετής πόα ύψους μέχρι 40 εκ. Ο βλαστός του είναι, όπως και στο προηγούμενο είδος, απλός ή διακλαδισμένος. Αυτοφύεται σε βράχους στις υπαλπικές και αλπικές περιοχές του Μαλεβού, του Ταϋγέτου και της Κυλλήνης.

    3.      Sideritis syriaca: (Κοινώς λέγεται τσάι της Κρήτης, γνωστό ως μαλοτήρας ή καλοκοιμηθιά. Είναι πολυετής πόα, ύψους 50 εκ. Έχει βλαστό συνήθως απλό, ισχυρό, όρθιο, που καλύπτεται με πυκνό άσπρο χνούδι. Αυτοφύεται στα βουνά της Κρήτης και κυρίως στα Λευκά Όρη και στον Ψηλορείτη σε υψόμετρο 1.300 – 2.000 μέτρα.

    4.      Sideritis euboea: (Heldz) Κοινώς λέγεται τσάι της Εύβοιας ή τσάι απ’ το Δέλφι. Είναι πολυετής πόα ύψους 30-50 εκ., με πυκνό και λευκό χνούδι σε όλα τα μέρη του. Ο βλαστός του είναι ξυλώδης στη βάση,  ισχυρός, απλός ή μερικές φορές διακλαδισμένος. Αυτοφύεται στην Εύβοια και κυρίως στα βουνά Δίρφυ σε υψόμετρο 1.000 – 1.540μ.

    5.      Sideritis scardica: (Griseb) Κοινώς λέγεται τσάι του Ολύμπου. Είναι πολυετής πόα, έχει βλαστό απλό ή διακλαδισμένο, τετραγωνισμένο, λίγο ξυλώδη στην βάση. Αυτοφύεται σε βραχώδη μέρη και σε υψόμετρο πάνω από 1.000μ., στον Όλυμπο, στον Κίσσαβο και στο Πήλιο.

    6.      Sideritis raeseri: (Boiss & heldz.) Κοινώς λέγεται τσάι του Παρνασσού ή τσάι του Βελουχιού. Είναι πολυετής πόα, ύψους μέχρι 40 εκ. Ο βλαστός είναι λεπτός, χνοώδης, απλός και σπάνια διακλαδισμένος, λίγο ξυλώδης στη βάση.Τα κατώτερα φύλλα είναι έμμισχα και τα ανώτερα άμισχα λογχοειδή, λίγο πριονωτά με άσπρο χνούδι, και άνθη έντονα κίτρινα στις ακραίες ταξιανθίες. Αυτοφύεται και καλλιεργείται στον Νομό Μαγνησίας. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, πετρώδη, μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.     

          Κοινό χαρακτηριστικό των ειδών αυτών αλλά και γενικά του γένους SideritisL. είναι ότι πρόκειται για φυτά ιδιαίτερα προσαρμοσμένα για να επιβιώνουν σε απόκρημνες βραχώδεις περιοχές με υψόμετρο άνω των 1000 μέτρων. Τα είδη αυτά είνα ιδιαίτερα ανθεκτικά στην ξηρασία και στις χαμηλές θερμοκρασίες. Δεν απαιτούν πλούσια εδάφη και προτιμούν θέσεις, με ελαφρό έδαφος όχι ιδιαίτερα βαθύ, όχι συνεκτικό, με άφθονο ήλιο.  Συναντώνται ιδιαίτερα σε σχισμές βράχων(φωτ. 2)  όπου ελάχιστα είδη  φυτών θα μπορούσαν να επιβιώσουν(Γκόλιαρης 1984). 

     

                 φωτ. 2    Φυτό  Sideritis raeseri  σε σχισμή βράχου.

     

    Από τα παραπάνω είδη  καλλιεργείται μόνο το S. raeseri  Boiss & Heldz το οποίο αποτελεί βασική πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους κυρίως του χωριου  Βρύναινα και Κοκκωτοί, που βρίσκονται σε ορεινές περιοχές του όρους Όρθρυς. Τα χωριά αυτά βρίσκονται στις ανατολικές πλαγιές του όρους Όρθρυς σε υψόμετρο περίπου 700m και ανήκουν στην επαρχία Αλμυρού Η περιοχή στην οποία βρίσκονται τα δύο χωριά είναι εξαιρετικά πλούσια σε μεσογειακή χλωρίδα, η οποία διαφοροποιείται αρκετά από αυτή γειτονικών βουνών, όπως  αυτό του Πηλίου. Η περιοχή διαφοροποιείται και κλιματικά ( στοιχεία Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας), από το γεγονός της χαμηλότερης σε σχέση με άλλες γειτονικές περιοχές ετήσιας βροχόπτωσης και χαμηλότερης σχετικής υγρασίας. Χαρακτηριστικό της περιοχής είναι η ύπαρξη πολλών αρωματικών φυτών της Μεσογειακής χλωρίδας, τα οποία με βάση παρατήρηση που έγινε στην περιοχή για τις ανάγκες αυτής της εργασίας, βρίσκονται σε σημαντικούς πληθυσμούς σε σχέση με την υπόλοιπη χλωρίδα.

    Λόγω της ύπαρξης έντονου  αναγλύφου στην περιοχή το οποίο περιλαμβάνει παραθαλάσσιες πεδιάδες, πλαγιές, κοιλάδες και εμπεριέχει έντονες εναλλαγές υψομέτρων (από τη θάλασσα, έως και τα 1700m στις κορυφές του βουνού) υπάρχει σε μικρή σχετικά έκταση διαφοροποίηση κλιματικών συνθηκών. Από τα υπάρχοντα αρωματικά φυτά της περιοχής μερικά εμφανίζονται σε ποικιλία υψομέτρων ενώ άλλα σε συγκεκριμένο εύρος.

     Στην καθαρά ορεινή ζώνη αυτοφύεται σε μεγάλη έκταση ένα από τα πέντε είδη, του γένους Sideritis που υπάρχουν στην Ελλάδα (φωτ.3).  Πρόκειται για το είδος S. raeseri ή κοινώς Τσάι του Βουνού

    Το «Τσάι του Βουνού» στην περιοχή του όρους Όρθρυς αποτελεί βασικό συστατικό της διατροφικής παράδοσης των κατοίκων της περιοχής και μάλιστα σε σημείο που η συλλογή του να αποτελεί μια ολόκληρη τελετουργία  και μέρος της τοπικής  ιστορίας. Πρόκειται  για ένα φυτικό είδος, που αποτελεί στοιχείο της τοπικής παράδοσης και οικονομίας και που χάρη στην οξυδέρκεια και τον επαγγελματικό ζήλο κρατικών γεωπόνων και κυρίως του κ. Δ. Μητσογιάννη, που εργαζόταν στο τοπικό γραφείο Γεωργικής Ανάπτυξης στην περιοχή, έγινε μαζί με την κτηνοτροφία βασική πηγή εσόδων για την τοπική οικονομία. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία διότι στήριξε οικονομικά τα χωριά Βρύναινα και Κοκκωτοί και μείωσε σημαντικά την έντονη τάση αστυφιλίας που επικράτησε στην περιοχή τις δεκαετίες του 80 και 90 και αποτελεί και σήμερα σοβαρή απειλή για τα δύο αυτά    χωριά.                                                 ( Μητσογιάννης, 1972 α,β )

    Αξίζει να αναφερθούν κάποια στοιχεία από την ιστορία του φυτού και της καλλιέργειάς του στα  μέρη αυτά.   Κατά τα παλαιότερα χρόνια το φυτό ήταν γνωστό για τη χρήση του στην παρασκευή αφεψήματος, στα ορεινά χωριά του όρους Όρθρυς και η κατανάλωσή του ήταν κυρίως τοπική. Αποτελούσε όμως σημαντικό στοιχείο στην τοπική διατροφική και γενικότερη παράδοση. Μάλιστα είχε επικρατήσει στο χωριό Βρύναινα την περίοδο της πλήρους άνθησης των φυτών, να καθορίζεται μια μέρα κατά την οποία όλο το χωριό ξεκινούσε για τη συγκομιδή. Ήταν κάτι σαν τοπικό εθιμικό πανηγύρι. Νωρίς το πρωί χτυπούσε η καμπάνα του χωριού και κάθε ικανό άτομο πήγαινε στην πλατεία και όλοι μαζί ξεκινούσαν για τις κορυφές του βουνού, για τη συλλογή των ανθοφόρων βλαστών..

               Μετά τη λήξη του  δεύτερου παγκοσμίου πολέμου  πολλοί κάτοικοι από τα ορεινά χωριά κατέφυγαν σε μεγαλύτερες πόλεις όπου διέδωσαν και τη χρήση του τσαγιού. Έτσι κατά τις δεκαετίες του 50 και 60 όπου πολλοί πλέον κάτοικοι της επαρχίας είχαν συγκεντρωθεί στα αστικά κέντρα, η κατανάλωση του τσαγιού άρχισε να αυξάνει πανελλαδικά.

    φωτ. 4    Αυτοφυή φυτά Τσαγιού σε υψόμετρο 1500m στο όρος Όρθρυς

     

      Στα τέλη της δεκαετίας του 60 άρχισαν οι πρώτες σκέψεις για καλλιέργεια του φυτού. Η προσπάθεια ξεκίνησε από το τοπικό Γραφείο Αγροτικής Ανάπτυξης του Αλμυρού. Στην αρχική έλλειψη γνώσης της βιολογίας του φυτού, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η επίσκεψη το 1967 στην περιοχή του Δρ. Β. Σκρουμπή, Υφηγητή  του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, ειδικό στα αρωματικά φυτά. Στα επόμενα χρόνια με την πολύτιμη καθοδήγηση του τοπικού γεωπόνου κ. Δ. Μητσογιάννη  η καλλιέργεια επεκτάθηκε γρήγορα ( Μητσογιάννης, 1972 β).      

    Ακόμη στην εργασία αυτή γίνεται εκτενής καταγραφή του τρόπου που οι κάτοικοι των χωριών Βρύναινας καλλιεργούν το φυτό, ώστε να δοθεί μια ολοκληρωμένη  εικόνα για  τη συγκεκριμένη καλλιέργεια.  Τέλος γίνεται μια αναφορά στην βιολογική καλλιέργεια του τσαγιού και στις προοπτικές της και γίνονται προτάσεις, που αποσκοπούν στη βελτιστοποίηση της καλλιέργειας του τσαγιού.

  • ΠΗΓΗ www.mylona.gr/tea_information_greece.htm

  • --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

  •