Υοσκύαμος ο φαρμακευτικός

2013-01-27 13:45


Ανάμεσα στα φαρμακευτικά φυτά της Δωδεκανήσου συγκαταλέγεται και ο Υοσκύαμος ο φαρμακευτικός (Hyoscyamus officinalis).

Οι λαϊκές ονομασίες του φυτού είναι:

Δύσκιαμος ή Δίσκυαμος, Γέρος, Γέροντας, Γιατρός, Δαιμοναριά. Στην βόρειο Κάρπαθο (Όλυμπος) ονομάζεται «Χοιροκουκιά», που αποτελεί ακριβή απόδοση στην δημοτική της λέξεως Υοσκύαμος, από το: «υς»=χοίρος και «κίαμος»=κουκί.


Πρόκειται για γένος δικοτυληδόνων φυτών, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των Σολανιδών (Solanaceae). Περιλαμβάνει περίπου είκοσι (20) είδη αυτοφυή στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Στην Ελλάδα απαντούν ως αυτοφυή τρία (3) είδη.

Είναι φυτά άκρως τοξικά και ως εκ τούτου δηλητηριώδη, χρήσιμα στην φαρμακολογία και την θεραπευτική, διότι περιέχουν δραστικά αλκαλοειδή.

Το γένος των φυτών αυτό κατάγεται από την Ασία, από όπου διαδόθηκε αργότερα στην Ευρώπη, την Αφρική και τελευταία στη Βόρειο Αμερική.

Ο Υοσκύαμος ήτο γνωστός για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες από πολύ παλαιά. Οι λαοί της Μεσοποταμίας: Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Βαβυλώνιοι, οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι, αρκετές χιλιάδες χρόνια π.Χ. εγνώριζαν τον Υοσκύαμο και τον εχρησιμοποιούσαν στην θεραπευτική.

Αναφέρεται από τον Ιπποκράτη τον Κίνο (460-377 π.Χ.), τον Διοσκουρίδη (9-79 μ.Χ.), τον Πλίνιον τον πρεσβύτερο (23-79 μ.Χ.), τον Γαληνό Κλαύδιο (129-201 μ.Χ.) κ.ά.

Ο Διοσκουρίδης αναφέρει σχετικά τα εξής:
«Προς δε τας φλεγμονάς των οφθαλμών καταπλάσματα αρμόζει. Άλφιτα μετά αρνογλώσσου καταπλασσόμενα,... υοσκυάμου φύλλα... τυρός νεαρός και λείος». (Διοσκουρίδης, Περί απλών φαρμάκων, Ι, 30, έκδοσις Μ. Wellmann, τ.ΙΙΙ, Hildesheim 1999, σ. 162).

Ο αυτός συγγραφέας αλλαχού γράφει:
«Υοσκύαμος οι δε Διος κύαμος... οι δε υπνωτικόν, οι δε εμμανές,... Αιγύπτιοι σαφθώ (καλούσι).

Καυλούς ανιείς παχείς, φύλλα πλατέα, επιμήκη, εσχισμένα, μέλανα, δασέα. Παρά δε τον καυλόν εφεξής πεφύκασιν ώσπερ ροάς κύτινοι πεφραγμένοι ασπιδίσκη, μεστοί σπέρματος ώσπερ μήκωνος. Έστι δε αυτού διαφορά τρισσή... Φύεται δε παρά θαλάττη και εν ερειπίοις.

Αρμόζει δε το πρώτον χύλισμα και το από ξηρού του σπέρματος εις κολλύρια ανώδυνα και προς ρεύμα δριμύ και θερμών και ωταλγίας και τα περί υστέραν, συν αλεύροις δε ή αλφίτοις προς τε των οφθαλμών φλεγμονάς και ποδών και τας άλλας φλεγμονάς.

Και το σπέρμα δε το αυτό παρέχεται, ποιούν και προς βήχας και κατάρρουν και ρεύμα οφθαλμών και περιωδυνίαν, προς τε ρουν γυναικείον και τας άλλας αιμορραγίας όσον οβολός συν μήκωνος σπέρματι και μελικράτω ποθέν· αρμόζει και προς ποδάγρας, όρχεις πεφυσημένους, μαστούς εν τοκετώ επαιρομένους λείον μετ’ οίνου καταπλασσόμενον και εις τα άλλα ανώδυνα καταπλάσματα μείγνυται ωφελίμως... Η δε ρίζα μετ’ όξους εψηθείσα οδονταλγίας εστί διάκλυσμα».

(Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής, IV, 68-69, έκδοσις M. Wellmann, τ.ΙΙ, Hildesheim 1999, σ. 224-227).

Και μόνον η απλή ανάγνωση του ανωτέρω κειμένου του Διοσκουρίδου, δείχνει την πολλαπλή χρήση και μεγάλη σπουδαιότητα του Υοσκύαμου στην φαρμακολογία και την θεραπευτική κατά την αρχαιότητα.

Κατά τον Μεσαίωνα εγίνετο επίσης ευρεία χρήση του Υοσκυάμου και των εξ αυτού παραγώγων. Επί των μεσαιωνικών τειχών της πόλεως της Ρόδου εφύοντο κατά την περίοδο των Ιπποτών (1310-1522 μ.Χ.), την Τουρκοκρατίαν (152-1912 μ.Χ.) και εξακολουθούν να φύονται μέχρι σήμερα πολυάριθμα φυτά Υοσκυάμου, τα οποία εχρησιμοποιούντο στη θεραπευτική.

Από του 18ου αι. μ.Χ. και εξής η χρήση του Υοσκυάμου στη θεραπευτική γνωρίζει ευρύτατη διάδοση παγκοσμίως, επειδή τότε απεμονώθησαν και εμελητήθησαν επαρκώς τα διάφορα συστατικά, τα οποία περιέχει το φυτόν αυτό.

Ο  Υοσκύαμος ο φαρμακευτικός χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στην λαϊκή ιατρική, υπό των κατοίκων της Δωδεκανήσου και της Κρήτης, ιδιαίτερα στις ωταλγίες και οδονταλγίες.

Ο Υοσκύαμος περιλαμβάνει φυτά ποώδη, μονετή, διετή ή πολυετή, δηλητηριώδη, τριχωτά, με βαρειά οσμή. Τα φυτά έχουν φύλλα κατ’ εναλλαγήν, μεγάλα, μαλακά, συνήθως έλλοβα ή οδοντωτά. Τα άνθη του είναι χωνοειδή με πέντε πέταλα, κιτρινωπά ή ιώδη, με μικρό ποδίσκο.

Ο καρπός είναι κάψα δίχωρη, με πολλά μέλανα σπέρματα, ο οποίος ανοίγει. Φέρει κάλυμμα στο πάνω μέρος αυτού, το οποίον καλείται «Πυξίδιον». Χαρακτηριστικό είναι, ότι ο κάλυκας δεν πίπτει, αλλά παραμένει και περιβάλλει μόνιμα τον καρπόν.

Δραστικά συστατικά του φυτού αυτού είναι τα διάφορα αλκαλοειδή, όπως: υοσκυαμίνη, σκοπολαμίνη κ.ά., με ιδιότητες ναρκωτικές και αντισπασμωδικές. Ακόμη φλαβονοειδή, δεψικές ουσίες κλπ.

Στη φαρμακευτική χρησιμοποιούνται κυρίως τα φύλλα, τα οποία περιέχουν μικρό ποσοστό αλκαλοειδών (0,3-1%), αλλά και άλλα φυτικά μέρη.

Στη λαϊκή Ιατρική χρησιμοποιούνται κυρίως τα σπέρματα, επειδή περιέχουν μεγαλύτερη ποσότητα αλκαλοειδών.

Ορισμένα είδη του Υοσκυάμου του φαρμακευτικού καλλιεργούνται ευρέως, επειδή οι ανάγκες του εμπορίου δεν καλύπτονται από τα αυτοφυή φυτά. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και ευδοκιμούν σε όλα τα εδάφη.

Η συλλογή των φύλλων γίνεται στην αρχή της άνθησης του φυτού. Ξηραίνονται αμέσως σε κλίβανο (50ο-60οC θερμοκρασία), διά να διατηρηθεί το χρώμα των φύλλων και να μην υποστούν αλλοίωση τα αλκαλοειδή, τα οποία περιλαμβάνονται σε αυτά. Τα διάφορα είδη Υοσκύαμου, τα οποία απαντούν ως αυτοφυή στην Ελλάδα, είναι τα εξής:

α) Υοσκύαμος ο μέλας (Hyoscyamus niger)
Πρόκειται διά το πλέον σημαντικό είδος, το οποίον φύεται στη χώρα μας και εκείνο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη φαρμακολογία και την θεραπευτική. Απαντά σε πετρώδεις, άγονους και χέρσους τόπους, συχνά δε στις άκρες των δρόμων και σε ερείπια. Είναι πόα μονοετής ή διετής (ύψους 0,30-0,80 μ. περίπου), με ισχυρό βλαστό, φύλλα μαλακά, συνήθως έλλοβα.

Τα άνθη του είναι σχεδόν επιφυή, κίτρινα ή ωχροκίτρινα, με ιόχρωμες φλέβες. Στη φαρμακευτική χρησιμοποιούνται κυρίως τα φύλλα και τα σπέρματά του. Οι κυριότερες χώρες παραγωγής του είδους αυτού είναι οι εξής: Ουγγαρία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Κροατία, Βέλγιο, Ολλανδία και Αγγλία.

β) Υοσκύαμος ο λευκός (Hyoscyamus albus)
Το είδος αυτό έχει άνθη λευκοκίτρινα και είναι περισσότερο τοξικό από το προηγούμενο είδος. Το κύριον αλκαλοειδές αυτού είναι η σκοπολαμίνη.

γ) Υοσκύαμος ο χρυσός (Ηyoscyamus auveus)
Και σε αυτό το είδος επικρατέστερον αλκαλοειδές είναι η σκοπολαμίνη. Στην Ελλάδα το φυτό αυτό απαντά ως αυτοφυές μόνον στη Ρόδο, στη Χάλκη και στην Κρήτη.

δ) Υοσκύαμος ο κολοβός (Hyoscyamus mnticus)
To είδος αυτό αυτοφύεται στην Αίγυπτο, η οποία αποτελεί και την κύρια χώρα παραγωγής του, στην Αραβία, το Ιράν και αλλαχού.

Τα φύλλα του περιέχουν 0,5-1% αλκαλοειδή και κυρίως υοσκυαμίνη και ατροπίνη. Παρά την τοξικότητα του φυτού πολλά ζώα τον τρώγουν, χωρίς να εμφανίζουν ιδιαίτερη ευαισθησία. Οι χοίροι π.χ. τρώγουν χωρίς κανέναν πρόβλημα μέρη του φυτού και ιδιαίτερα τα σπέρματα αυτού, γι’ αυτό και καλείται: «Υοσκύαμος», ήτοι: «Χοιροκουκιά».

Στη φαρμακευτική ο Υοσκύαμος χρησιμοποιείται με την μορφή διαφόρων ιδιοσκευασμάτων, τα οποία χάριν στα αλκαλοειδή που περιέχουν, δρουν ως ηρεμιστικά του νευρικού συστήματος, ως αντισπασμωδικά σε παθήσεις των πνευμόνων (βρογχίτιδα, άσθμα), του πεπτικού και του ουροποιητικού συστήματος.

ΠΗΓΗ  www.amra.gr/forum/index.php/topic,2635.msg15246.html#msg15246